- συμψάλλω
- Α [ψάλλω]ψάλλω σε συμφωνία με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμψαλμα — τὸ, Α [συμψάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψάλλω* … Dictionary of Greek
купнопою — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. συμψάλλω) пою вместе с кем л. (Прол. сент. 24, 2) … Словарь церковнославянского языка
μαγαδίζω — (Α) [μάγαδις] 1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις 2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές τής μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ»,… … Dictionary of Greek